- προηλιάζω
- Αεκθέτω κάτι στον ήλιο προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἡλιάζω (< ἥλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προηλιαζόμενος — προηλιάζω expose to sunlight first pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)